τρίχρους

τρίχρους
-ουν, ΝΑ, και τρίχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) τρίχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύ-χρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος — (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος,… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • τρίχρωμος — η, ο / τρίχρωμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά χρωμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”